Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σε οικογενειακό

  • 1 круг

    круг
    м в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:
    описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα.

    Русско-новогреческий словарь > круг

  • 2 носить

    носить
    несов в разн. знач. φορώ, φέρω:
    \носить платье φορώ φουστάνι· \носить усы ἀφήνω μουστάκι· \носить очки́ φορώ γυαλιά· \носить траур φορώ πένθος· \носить вещи κουβαλώ πράγματα· \носить на руках парен. περιποιούμαι, ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· ◊ это носило характер... αὐτό είχε τή μορφή...· спор носил бу́рный характер ἡ συζήτηση ήταν θυελλώδης· \носить свою девичью фамилию κρατάω τό οἰκογενειακό μου ἐπίθετο.

    Русско-новогреческий словарь > носить

  • 3 семейственность

    семейственность
    ж ἡ οίκογενειακό-τητα/ ὁ νεποτισμός (в делах, в работе).

    Русско-новогреческий словарь > семейственность

  • 4 совет

    совет
    м
    1. (наставление) ἡ συμβουλή:
    \совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·
    2. (совещание) συμβούλιο[ν]:
    военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·
    3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:
    Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·
    4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:
    Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι.

    Русско-новогреческий словарь > совет

  • 5 κρατώ

    (ε), κρατάω 1. μετ.
    1) держать (в разн. знач);

    κραττό παιδί απ' το χέρι — держать ребёнка за руку;

    κρατώ τό μολύβι — держать карандаш;

    (δεν) κρατώ απάνω μου ( — не) держать при себе;

    κρατώ διαμέρισμα με τρία δωμάτια — иметь квартиру из трёх комнат;

    αυτός κρατάει τα κλειδιά τού μαγαζιού — он держит ключи от магазина у себя;

    κρατώ ενήμερον κάποιον — держать кого-л. в курсе дела;

    κρατώ σε αυστηρή δίαιτα — держать на строгой диете;

    2) задерживать, удерживать (кого-что-л.);
    μη με κρατάς не задерживай меня; 3) сдерживать, удерживать;

    κρατώ τό θυμό μου — сдерживать свой гнев;

    κρατώ την αναπνοή — задерживать дыхание;

    κρατώ τα γέλια (τα ' κλάματα) — сдерживать, удерживать смех (плач);

    4) удерживать, вычитать;
    μου κράτησε δέκα δραχμές он удержал с меня десять драхм; 5) поддерживать материально, содержать; 6) блюсти, соблюдать;

    κρατώ τα εθιμα — соблюдать обычай;

    κρατώ μυστικό — хранить тайну;

    κρατώ μυστικό κάτι — держать что-л, в секрете;

    κρατώ τό λόγο μου (τον όρκο μου, τίς υποσχέσεις) — держать слово (клятву, обещания);

    7) задерживать; держать под арестом;

    § κρατώ σημειώσεις — делать заметки;

    κρατώ ζέστη — держать, сохранять тепло, быть тёплым (об одежде);

    κρατ πένθος — носить траур;

    κρατώ τα πρωτεία — держать первенство;

    κρατώ κάποιον στο χέρι — держать кого-либо в руках;

    κρατώ κάποιον σε υποταγή — держать кого-л. в повиновении;

    κρατώ τό ακροατήριο στα χέρια μου — держать аудиторию в руках, владеть аудиторией;

    κρατώ τό οικογενειακό μου επίθετο — носить свою девичью фамилию;

    από πού κρατάει η σκούφια του; — какого он происхождения?;

    δεν μού κρατάει κακία — он на меня зла не держит, он на меня не зол;

    τον κρατήσανε στη θέση του — его оставили, его не уволили;

    κράτα! а) держи!; б) держись!, не сдавайся!;
    2. αμετ. 1) держаться, не сдаваться; 2) длиться, продолжаться; η παράσταση κράτησε δυό ώρες представление длилось два часа; 3) терпеть, переносить; быть выносливым;

    κρατώ στο κρύο — хорошо переносить холод;

    4) сохраняться в хорошем состоянии;
    5) преобладать; быть распространённым;

    η κρατούσα γνώμη — преобладающее мнение;

    κρατιέμαι

    1) — держаться (где-л., за что-л.);

    κρατιέμαι στην επιφάνεια τού νερού — держаться на поверхности воды;

    κρατιέμαι απ' το χέρι — держаться за руку;

    2) сдерживаться, сдерживать себя;
    δεν κρατήθηκε он не сдержался;

    § κρατιέμαι καλά — а) быть зажиточным, богатым; — б) быть бодрым, быть в хорошем физическом состоянии;

    κρατιέμαι από μιά κλωστή — держаться на волоске;

    κρατιέται ακόμα — он ещё держится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρατώ

  • 6 κύκλος

    ο
    1) круг; окружность;

    Πολικός κύκλος — Полярный круг;

    διαγράφω κύκλο — описывать круг;

    2) среда, круг;
    окружение;

    οι κυβερνητικοί κύκλοι — правительственные круги;

    σε στενό κύκλο — в тесном кругу;

    σε οικογενειακό κύκλο — в кругу семьи;

    3) общество, кружок;
    4) цикл; 5) серия;

    κύκλος ομιλιών (διαλέξεων) — серия бесед (лекций);

    § φαύλος κύκλοςзаколдованный круг

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κύκλος

  • 7 οικογενειακός

    η, ό[ν] семейный;

    οικογενειακές υποχρεώσεις — долг семейного человека, семейные обязанности;

    οικογενειακόν περιβάλλον — семейная обстановка;

    γιά οικογενειακούς λόγους — по семейным обстоятельствам;

    σε οικογενειακό κύκλο — в кругу семьи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οικογενειακός

  • 8 συμβούλιο(ν)

    τό
    1) совет (орган);

    υπουργικό συμβούλιο(ν) — совет министров;

    διοικητικό συμβούλιο(ν) — правление, административный совет;

    κοινοτικό συμβούλιο(ν) — совет общины;

    πειθαρχικό συμβούλιο(ν) — дисциплинарный совет;

    συμβούλιο(ν) οικονομικής αλληλοβοήθειας — совет экономической взаимопомощи;

    συμβούλιο(ν) του στέμματος — совет короны;

    2) совет, совещание;

    πολεμικό (οίκογενειακό) συμβούλιο(ν) — военный (семейный) совет;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμβούλιο(ν)

  • 9 συμβούλιο(ν)

    τό
    1) совет (орган);

    υπουργικό συμβούλιο(ν) — совет министров;

    διοικητικό συμβούλιο(ν) — правление, административный совет;

    κοινοτικό συμβούλιο(ν) — совет общины;

    πειθαρχικό συμβούλιο(ν) — дисциплинарный совет;

    συμβούλιο(ν) οικονομικής αλληλοβοήθειας — совет экономической взаимопомощи;

    συμβούλιο(ν) του στέμματος — совет короны;

    2) совет, совещание;

    πολεμικό (οίκογενειακό) συμβούλιο(ν) — военный (семейный) совет;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμβούλιο(ν)

  • 10 family tree

    ((a plan showing) a person's ancestors and relations.) οικογενειακό δέντρο

    English-Greek dictionary > family tree

  • 11 драма

    θ.
    1. δράμα.
    2. μτφ. συγκλονιστικό, τραγικό γεγονός•

    семеиная драма οικογενειακό δράμα.

    Большой русско-греческий словарь > драма

  • 12 инцидент

    α.
    επισόδειο• περιστατικό•

    семейный инцидент οικογενειακό επισόδειο•

    пограничные -ы μεθοριακά επισόδεια.

    Большой русско-греческий словарь > инцидент

  • 13 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 14 семейственность

    θ.
    1. οι οικογενειακές αρχές, οικογενειακός τρόπος ζωής.
    2. οικογε-νειακότητα, νεπωτισμός• ευνοιοκρατία•

    борьба с -ьго αγώνας ενάντια στις οικογενειακό-τητες.

    Большой русско-греческий словарь > семейственность

  • 15 скандал

    α.
    σκάνταλο• καβγάς, φασαρία, επεισόδιο•

    скандал в семье οικογενειακό σκάνταλο•

    политический скандал πολιτικό σκάνταλο•

    устраивать скандал δημιουργώ σκάνταλο.

    Большой русско-греческий словарь > скандал

  • 16 совет

    α.
    1. συμβουλή, ορμήνεια•

    совет врача συμβουλή του γιατρού•

    дать совет δίνω συμβουλή (συμβουλεύω)•

    последовать -у ακολουθώ τη συμβουλή•

    дружеский совет φιλική συμβουλή.

    2. συμβούλιο•

    семейный совет οικογενειακό συμβούλιο•

    военный совет πολεμικό συμβούλιο.

    3. συμ-μβούλιο (όργανο διοικητικό κλπ.)• совет безопасности оон Συμβούλιο Ασφαλείας του•

    оне административный совет διοικητικό συμβούλιο-- министров υπουργικό συμβούλιο.

    || πλθ. -ы οδηγίες.
    4. (παλ. κ. απλ.) ομόνοια•

    жить в -е ζω μονιασμένα.

    5. Συμβούλιο, Σοβιέτ•

    совет верховный совет Ανώτατο Σοβιέτ.

    εκφρ.
    совет да любовь – (ευχή στους νεόνυμφους) ζωή ευτυχισμένη και αγαπημένη.

    Большой русско-греческий словарь > совет

См. также в других словарях:

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • Liste d'ordres civils et militaires — La liste d ordres civils et militaires récapitule les différents ordres en fonction des pays. Les ordres ci dessous sont classés par pays et par date de fondation. En gras sont indiqués les ordres nationaux les plus importants dans l ordre de… …   Wikipédia en Français

  • Королевский династический орден Святых Георгия и Константина — Королевский династический орден Святых Георгия и Константина …   Википедия

  • Королевский династический орден Святых Ольги и Софии — Королевский династический орден Святых Ольги и Софии …   Википедия

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Kostas Papageorgiou — Infobox Writer name = Kostas Papageorgiou imagesize = caption = birth date = 1945 birth place=Athens nationality= death date = death place= spouse = children = occupation =poet, critic, genre = period =1966 ndash; influences = influenced =… …   Wikipedia

  • Orden der Heiligen Olga und der Heiligen Sophia — Großkreuz Ordensband Der Orden der Heiligen Olga und Heiligen Sophia ( …   Deutsch Wikipedia

  • Orden des Heiligen Georg und Heiligen Constantin — Brustkreuz zum Großkreuz Bandschnalle Der Orden des Heiligen Georg und Heiligen Konstantin (griechisch Vas …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»